- φιλοκαμπής
- φῐλο-καμπής, ές,A easily bending, lithe,
κίρκος AP6.294
(Phan.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κίρκος AP6.294
(Phan.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλοκαμπής — ές, Α αυτός που κάμπτεται, που λυγίζει με ευκολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + καμπής (< κάμπτω), πρβλ. δυσ καμπής] … Dictionary of Greek
φιλοκαμπέα — φιλοκαμπής easily bending neut nom/voc/acc pl (epic ionic) φιλοκαμπής easily bending masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)